- σκιούρου
- σκίουροςshadow-tailmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
τσιντσιλά — Γένος απλόδοντων τρωκτικών της οικογένειας των τσιντσιλιδών, που αριθμεί δύο είδη, περιζήτητα για την απαλότατη γούνα τους: το βασιλικό και το μικρό τ. Ζουν στις Άνδεις της Χιλής και του Περού σε υψόμετρο έως 4.000 μ. Το βασιλικό τ. έχει μήκος,… … Dictionary of Greek
απαλοί — (hapales). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των απαλιδών, της τάξης των πρωτευόντων. Είναι πίθηκοι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής με μικρό σώμα σε σύγκριση με τους άλλους πιθήκους. Το μήκος τους φτάνει μόλις τα 30 εκ. μαζί με το κεφάλι, ενώ το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek